- πειθαναγκασμός
- οη παραδοχή απόψεων μετά την άσκηση ψυχολογικής πίεσης: Η υποταγή στην απειλή είναι πειθαναγκασμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πειθαναγκασμός — ο η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πείθαναγκάζω, το να πείθει κανείς κάποιον με βία ή με απειλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πειθαναγκάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
πειθανάγκη — ἡ, ΜΑ 1. πειθώ που επιτυγχάνεται με άσκηση βίας ή απειλών, βία με το πρόσχημα πειθούς ή παράκλησης, πειθαναγκασμός («Λεύκιον... ἀπέστειλε... πειθανάγκης ἔχοντα διάθεσιν», Πολ.) 2. παροιμ. «δόρυ καὶ κηρύκ(ε)ιον παροιμία ἣν ἔνιοι πειθανάγκη ν… … Dictionary of Greek